Η Συνωμοσία του Dennis. Τελευταίο μέρος

Νάγια Παπαπάνου

….

Αυτό το αίσθημα ότι δεν πρέπει να κάθεται, ότι κάτι πρέπει να φτιάχνει ή με κάτι να ασχολείται είχε διεισδύσει σ' αυτή την διαδικασία ζεστασιάς και χαλάρωσης. Κι ήταν αυτή η μανία να μην χαλαρώνει που έσπρωξε τα χέρια της να χτυπήσουν τα γόνατα, σαν να επρόκειτο να σηκωθεί σαν ελατήριο. Τώρα όμως τα χέρια της βρίσκονταν κολλημένα πάνω στα γόνατα της, και οι παλάμες της ζέσταιναν τις επιγονατίδες της, οι αγκώνες της είχαν κλειδώσει στην ευθεία πάνω από τους καρπούς σπρώχνοντας τις παλάμες προς τα πόδια της. Οι ώμοι της ήταν ελαφρώς ανασηκωμένοι, σαν ο κορμός της να προσπαθούσε να εμποδίσει τα πόδια της να σηκωθούν από τον καναπέ. Λες και το πάνω μέρος του σώματος αντιστεκόταν στο κάτω μέρος. Ο ήλιος εξακολουθούσε να φωτίζει το πρόσωπο της και να ζεσταίνει τον λαιμό της. Υπήρχε μια τέλεια καθαρότητα σ' αυτή την αίσθηση της λιακάδας πάνω της. Απεμπόλησε ήρεμα αυτή την βιάση να πράξει κάτι και μέτρησε με το βλέμμα την απόσταση ως την μπαλκονόπορτα. 

Κάποτε, για κάποιο λόγο, υιοθέτησε αυτή την συμπεριφορά της μη – απραξίας, της ήταν αδύνατον να μην κάνει τίποτα, σαν να υπέκυπτε σε θανάσιμο αμάρτημα αν χάνονταν ώρες της μέρας χωρίς κάποια ενέργεια. Ακόμα και στις διακοπές έπρεπε να υπάρχει μια κάποια δραστηριότητα, μια ρουτίνα που να επαναλαμβάνεται προκειμένου να μην θεωρηθεί ότι μένει άπραγη. Και τώρα αυτή η καραντίνα, η αναστολή εργασίας, ο περιορισμός αυτού που είχε μάθει ως καθημερινότητα, παραβίαζε συστηματικά αυτή την βιβλική εντολή περί μη – απραξίας, προκαλώντας της έναν εκνευρισμό και μια οργή άνευ προηγουμένου. Για αυτό κι οι ατελείωτες ώρες να ράβει και να ξηλώνει, ξανά και ξανά, λες και αυτοτιμωρούνταν σε ένα καταναγκασμό εργασίας που θα την οδηγούσε σε μια αυτοϊκανοποίηση. Τίποτα όμως δεν συνέβαινε παρά την συστηματική υποταγή της σε αυτή την διαδικασία “εργασίας και χαράς – χαράς και εργασίας”. Κανένα θετικό συναίσθημα δεν προέκυπτε, και πως άλλωστε; 

Σήμερα το πρωί, πριν την είσοδο του  Dennis σ' αυτή την ρουτίνα αποσύνθεσης που είχε επιλέξει να ακολουθεί πειθήνια, ήταν έτοιμη να βγει έξω. Τώρα συλλογιζόταν ότι ακόμα κι έξω θα την βάραινε το μέσα, καθώς η ζωή της στο εσωτερικό των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού της είχε παρεισφρήσει εντός της. Δεν θα έβρισκε πουθενά σωτηρία από αυτή την μακάβρια δουλεία στην οποία είχε συμφωνήσει κάποτε, για λόγους που ούτε καν θυμόταν. Η Κάτια της το 'λεγε, με τον τρόπο της, αλλά την ήταν αδύνατο να την ακούσει, μέσα στον εκκωφαντικό βόμβο της ανάγκης να πράττει συνέχεια. Η είσοδος του  Dennis είχε σηματοδοτήσει μια ρωγμή στην καθημερινότητα της, κι αυτή η ρωγμή είχε επενεργήσει σ' αυτόν τον αδιαπέραστο εξωσκελετό από “πρέπει” με ένα τρόπο που χαλάρωνε τις “ραφές” του. Κι όταν οι “ραφές” χαλαρώνουν, δύο πράγματα μπορούν να γίνουν: είτε ξαναγαζώνεις λίγο πιο μέσα την ραφή για να αντέξει το ύφασμα, ή ξηλώνεις και μεταποιείς. 

Μαλάκωσε την άρθρωση των αγκώνων της κι έσυρε τις παλάμες της αγκαλιάζοντας απαλά τα γόνατα της, χασμουρήθηκε κι άφησε το βάρος του κεφαλιού της να πέσει προς τα πόδια της, σε μια εμβρυική κάθετη στάση. Τώρα ο ήλιος ζέσταινε τον αυχένα της και η θερμότητα διακτινιζόταν στην πλάτη της. Όμορφη μέρα! Ηλιόλουστη! Αμυδρά ήρθε στο νου της θολή ανάμνηση μια σχολική εκδρομή, στον Υμηττό, η φύση δειλά δειλά αναθαρρούσε από τον χειμώνα και το κρύο, ο ήλιος τους ζέσταινε, το φως ήταν αδυσώπητο, τα χρώματα εξωπραγματικά έντονα κάτω από εκείνο το φως. Τότε ακόμα δεν είχε συνάψει αυτή την συμφωνία μη – απραξίας. Τότε ακόμα καθόταν ώρες χωρίς να κάνει τίποτα, μόνο παρατηρούσε τα σύννεφα, έφτιαχνε ιστορίες, άφηνε τον χρόνο να κυλά χωρίς ίχνος μετάνοιας. Και τώρα, δεν αισθανόταν καμιά ενοχή, εκεί όπως καθόταν με τον ήλιο απέναντι της να την ζεσταίνει. Οι ώμοι της σαν να χαλάρωσαν λίγο ακόμα κρέμασαν τα χέρια της πλάι στα πόδια της. Οι “ραφές” είχαν χαλαρώσει πολύ, σκέφτηκε και ταυτόχρονα έσπρωξε το πρόσωπο της ανάμεσα στα πόδια της. Σ' αυτή την περίεργη θέση τον άκουσε να σηκώνεται από το πάτωμα και να περνά από μπροστά της. Οι επόμενοι ήχοι ήταν οι γνώριμοι ήχοι της αποχώρησης, έως το οριστικό κλείσιμο της πόρτας. 

Η Θάλεια τράβηξε προς τα έξω το κεφάλι της κι είδε το τελείωμα της κουρτίνας να ριγεί ελαφρά στο αεράκι που περνούσε από την παλιά μπαλκονόπορτα. Άφησε το βάρος της να την παρασύρει μπροστά και ξάπλωσε πάνω στην κόκκινη φλοκάτη που ήταν ζεστή από τον ήλιο που την χτυπούσε τόση ώρα. Με την άκρη του ματιού της είδε το μπουκάλι το κρασί πάνω στο τραπέζι. Όντως είχε ήρθε να την επισκεφτεί. Ο  Dennis ήξερε πάντα πότε πρέπει να αποχωρήσει, πως πρέπει να αποσυρθεί, ήταν το χάρισμα του. Πόσες ώρες είχαν περάσει; Είχε σημασία; Όχι. Το μόνο που είχε σημασία ήταν αυτό το υπέροχο συναίσθημα ζεστασιάς και η ανάσα του ήλιου πάνω της. “Πόση ησυχία κρύβεται μέσα στην λιακάδα;”, σκέφτηκε εντελώς απροσδόκητα και αυτή η σκέψη την έκανε να γελάσει. 

*πίνακας του Άρη Λιάκου, από την έκθεση “Ελληνικό Τοπίο” στο ΙΜΚ τον Φεβρουάριο 2020

Σχόλια χρηστών

Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.

Για να σχολιάσετε αυτό το άρθρο θα πρέπει να είστε εγγεγραμμένο μέλος