Internal Interviews
Κώστας Μπάρας - Interview
Νάγια ΠαπαπάνουΟ Κώστας Μπάρας «έμπλεξε» τελείως τυχαία πριν από 35 χρόνια με το θέατρο. Στην αρχή τυχαία, σε ένα πολιτιστικό σύλλογο στον Πειραιά, μετά με το Θέατρο τέχνης. Πάντα η επιθυμία και το σκεπτικό ήταν η σκηνοθεσία. Μετά γνώρισε τον Σίζλακ, τον μεγάλο ηθοποιό του Γκροτόφσκι. Δουλέψανε μαζί για 3 χρόνια, ετοιμάζανε να έρθει στην Ελλάδα. Δυστυχώς πέθανε. Τα επόμενα 10 χρόνια συνεργάστηκε με τον Γιάννη Κακλέα. Στην συνέχεια ήρθε η διδασκαλία, αρχικά στην Σχολή του Γιώργου Αρμένη. Πριν δυο χρόνια, απόφοιτοι και πρώην μαθητές του από την Πράξη 7, αποφάσισαν να κάνουν μια ομάδα, τον κάλεσαν να συνεργαστούν και δημιουργήθηκε η Ομάδα HashArt.
Κ.Μ.: Το HashArt δε μπορεί κανείς να το μεταφράσει ακριβώς στα ελληνικά, είναι κάτι σαν το χειροποίητο θα λέγε χοντρικά κανείς. Ανοίγεις το ψυγείο κι έχουνε ξεμείνει διάφορα φαγητά. Τα παίρνεις όλα αυτά τα ανακατεύεις και κάνεις κάτι καινούριο αυτή είναι η συνταγή ας πούμε της HashArt. Εντάξει, δεν κάνουμε μαγειρική! Θέλω να πω, ψάχνουμε στις βιβλιοθήκες μας, τα dvd μας, τις αγάπες μας, μέσα μας, γύρω μας και μαζεύουμε ένα υλικό που κάθε φορά νομίζουμε ότι είναι χρήσιμο για αυτή την παράσταση που θέλουμε να κάνουμε όπως καλή ώρα ας πούμε στην πρώτη μας δουλειά με τον «Γλάρο, αυτό ήθελα να πω». Είναι επιθυμία μας για την ακρίβεια, δεν είναι μέθοδος ακόμα, δε ξέρω και αν θα γίνει ποτέ μέθοδος, αλλά αυτός ο τρόπος δουλειάς μας ενδιαφέρει. Δεν θέλω να μπερδευτούμε, δεν κάνουμε ούτε devised που βγαίνουνε και λένε διάφορα ξομολογούνται διάφορα προσωπικά τους πράγματα - σεβαστό κι επιθυμητό - , εμάς δεν μας πάει αυτό. Εμάς μας ενδιαφέρει πάντα αυτό να γίνεται σε σχέση με το ίδιο το έργο.
Ν.Π.: Όσον αφορά σε αυτό το σύστημα, μέθοδο, ότι «δεν κάνουμε devised», στο Μαζί σου για το τίποτα είναι πιο έντονο αυτό, το τι δεν κάνω δηλαδή. Είναι σαν να υπάρχει μια εις άτοπον απαγωγή στο τι θέλω να κάνω, υπάρχει η αφαίρεση: «όχι αυτό, όχι αυτό, όχι αυτό», και είναι πάρα πολύ ευφάνταστο πραγματικά.
Κ.Μ.: Ναι, και στην πραγματικότητα σ’ αυτήν την παράσταση μάλλον κάνουμε μια … πώς να το πει κανείς τώρα, μάλλον ίσως και γι’ αυτό αποτυγχάνουν και τα παιδιά να τα καταφέρουν σ’ όλες αυτές τις απόπειρες τους γιατί μάλλον δοκιμάζουν όλα αυτά που δεν θέλουμε να κάνουμε κατά κάποιο τρόπο
Ν.Π.: Αυτό ήτανε το αιτούμενο όμως; Ή προέκυψε;
Κ.Μ.: Προέκυψε. Ναι. Ξέρεις λίγο στη δουλειά μας δεν ξέρεις πραγματικά τι είναι αυτό που θέλεις, τι είναι αυτό που παράγεις, τι είναι το αποτέλεσμα, τι είναι αυτό που ‘χες στο μυαλό σου. Είναι κάτι που κτίζεται καθημερινά. Τουλάχιστον στη δικιά μας την ομάδα και φαντάζομαι και στις περισσότερες ομάδες που έχουν την ευκαιρία. Γιατί κι αυτό είναι απαιτούμενο, προαπαιτούμενο, και θέλω να το κρατήσω σαν κόρη οφθαλμού. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη και ειδικά σ’ αυτήν την ομάδα είμαι συνεργάτης. Οι αποφάσεις είναι συλλογικές, αποφασίζουμε όλοι μαζί για τι θέλουμε να μιλήσουμε. Εγώ προσπαθώ να δημιουργώ τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις τα παιδιά να μπορούν να απελευθερώνονται, να απελευθερώνονται και πνευματικά και ψυχολογικά και συναισθηματικά και σωματικά, να προτείνουνε πράγματα κι εγώ μετά να τα μοντάρω και να τα βάζω σε μια σειρά και να κάνω μετά τον σκηνοθέτη, μετά, εκ του ασφαλούς.
Ν.Π.: Να γυρίσουμε στον Τσέχωφ;
Κ.Μ.: Ήταν πραγματικά ένα πολύ μεγάλο ταξίδι και απ’ τα ίδια τα παιδιά και από μένα. Ξεκινάς, κάτι έχεις στο μυαλό σου ξεκινώντας μια παράσταση κάτι σου λέει το έργο κάτι θέλεις να πεις ή κάτι σου λέει απλά και θέλεις να το μεταδόσεις αυτό, να το κοινωνήσεις στο κοινό. Συνειδητοποίησα μετά την πρεμιέρα (του Γλάρου) ότι με αφορούσε τόσο πολύ αυτό το έργο, γιατί συνειδητοποίησα ότι μίλαγε γι’ αυτό που ήθελα να κάνω όταν ξεκίνησα να κάνω θέατρο: ένας πιτσιρικάς που ονειρευότανε να αλλάξει τον κόσμο και το θέατρο, τον κόσμο του θεάτρου μέσα απ’ την τέχνη του. Πίστευε στην απολυτότητα και στην μοναδικότητα του έρωτα. Ήτανε σοκαριστικό όταν συνειδητοποιούσα, παράσταση την παράσταση, πόσα κομμάτια δικά μου είχα βάλει χωρίς ούτε εγώ να το συνειδητοποιώ πως συνέβαινε, κι ήταν πολύ όμορφο, και τα παιδιά βέβαια από την δικιά τους τη μεριά σαν ηθοποιοί πια που καταθέτανε κάθε βράδυ..
Ειδικά ο Τσέχωφ έχει αυτό το μεγαλείο. Ο Τσέχωφ είναι, αν καταφέρεις και, το βάζω σε εισαγωγικά, τον παίξεις καλά, για μένα είναι το σχολείο της υποκριτικής είναι το α και το ω πέρα από φόρμες πέρα από οτιδήποτε. Σαν βάση υποκριτική, ο Τσέχωφ είναι το μεγαλύτερο σχολείο και μετά σαν ηθοποιός, αν καταφέρεις πραγματικά και ξεκλειδώσεις όλα αυτά τα κλειδιά που θέλει, νομίζω, μετά όλα τ’ άλλα είναι πολύ πιο εύκολα για έναν ηθοποιό αν θέλει να παίξει και δεν είναι δικιά μου αυτή η φράση είναι από πολύ μεγάλους ηθοποιούς που έχουν κάθε δικαίωμα να το πούνε γιατί όντως το έχουνε κάνει, το έχουνε νοιώσει, το πιστεύουνε και δεν είναι έτσι τίποτε που λέω από θράσος.
Η δικιά μας η δουλειά, πέρα από οποιαδήποτε φαντασίωση, ρομαντισμό, δε ξέρω και εγώ τι άλλο μπορεί ο καθένας να θεωρήσει τη δουλειά μας, είναι και μια δουλειά, και όταν λέω δουλειά δεν εννοώ μόνο το οικονομικό το μέρος. Για να βρεθείς σε μια δουλειά θα πρέπει να έχεις και τις ανάλογες γνώσεις. Είμαστε τεμπέληδες βέβαια, εμείς οι Έλληνες οι ηθοποιοί τουλάχιστον, μη παρεξηγηθώ. Πιστεύουμε πάρα πολύ στο ταλέντο μας. Όντως είμαστε ταλαντούχοι, βολευόμαστε πάρα πολύ εύκολα μ’ αυτό και ξεχνάμε όλα τα υπόλοιπα. Η δουλειά μας είναι πρωταθλητισμός. Και όπως ο κάθε αθλητής ανάλογα με το άθλημα του, γυμνάζει και τους ανάλογους μύες, ο ηθοποιός θα πρέπει να κάνει λοιπόν μια αντίστοιχη εκπαίδευση, να ασκείται καθημερινά σε οτιδήποτε σημαίνει σώμα ηθοποιού: φωνές, ασκήσεις σωματικές, συν τα διαβάσματα του, τα ατέλειωτα διαβάσματα του, κι όχι μόνο διαβάζω θέατρο και μόνο, τα πάντα, τα πάντα, λογοτεχνία, επιστήμη..
Ν.Π.: Όλα αυτά λοιπόν στο «Μαζί σου για το Τίποτα»; Αφού, δεν είναι πια Τσέχωφ αν δεν απατώμαι.
Κ.Μ.: Μετά τον Τσέχωφ λοιπόν το επόμενο βήμα που είχαμε αποφασίσει να κάνουμε και δουλέψαμε, κάναμε μια προετοιμασία γύρω στους οκτώ μήνες περίπου, θέλαμε να ασχοληθούμε με το θέμα Άμλετ, όχι με το έργο του Σαίξπηρ, με το θέμα Άμλετ. Ότι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό. Υπήρξαν κάποιες αναποδιές, και είπαμε δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνουμε με άγχος. Εν τω μεταξύ πολλοί φίλοι και συνάδελφοι, με πάρα πολύ αγάπη πάντα, μας προειδοποιούσανε: « προσέχτε μετά την επιτυχία - την οποιαδήποτε επιτυχία τέλος πάντων της πρώτης παράστασης - κοιτάχτε τι θα κάνετε δεύτερη παράσταση». Συνήθως κάνεις μια μεγάλη αποτυχία και το ‘να και το άλλο. (γέλια)
Ν.Π.: Γι’ αυτό και η αποτυχία; Για να είμαστε σίγουροι, για να έχουμε πιάσει το θέμα.
Κ.Μ.: Έτσι μπράβο! Κι ήρθε λοιπόν ξαφνικά μέσα σε όλη αυτή τη φάση, ένα υπέροχο mail από τον Άκη τον Δήμου, όπου είχαμε ξεκινήσει μια πολύ καλή παρέα. Και μας στέλνει το καινούριο του, το τελευταίο έργο που είχε γράψει το «Μαζί σου για το Τίποτα», το οποίο συμπτωματικά μιλάει για όλα αυτά, δηλαδή ένας τύπος που ασχολείται, θέλει να ανεβάσει να διασκευάσει ένα διήγημα του Τσέχωφ με έναν, εκτός των άλλων, τρελαμένο ηθοποιό που πιστεύει ότι είναι ο καλύτερος Άμλετ του κόσμου και μιλάει για το δικαίωμα στην αποτυχία και λέμε ok αυτό είναι, δηλαδή ούτε παραγγελία να το είχαμε. Εντωμεταξύ και δραματουργικά: οι αυτοσχεδιασμοί, τα αφηγηματικά, τα ‘χει όλα μέσα. Ήτανε σαν να του είπαμε έλα τώρα Άκη, εμείς θα κάνουμε πρόβες κι εσύ θα τα γράφεις. Έγινε το αντίστροφο, τα έγραψε ο Δήμου, μας τα ‘στειλε.
Ν.Π.: Εκεί, βέβαια υπάρχει αυτό που ανέφερες. Κάποιοι περιμένανε κάτι σαν την πρώτη παράσταση. Αλλά αυτό μάλλον είναι στην εκπαίδευση του θεατή. Θα μου πεις βέβαια ο θεατής εκπαιδεύεται από τις παραστάσεις. Αλλά κατά κάποιο τρόπο πολλοί σκηνοθέτες και πολλοί θίασοι και πολλές ομάδες έχουνε μπει μέσα στη λούμπα του να αναπαράγουν ότι άρεσε στο κοινό.
Κ.Μ.: Ακριβώς. Αυτό θέλουμε, δηλαδή, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε, ας το λέμε μέθοδο έτσι χάριν συζήτησης τώρα, μια δικιά μας αισθητική θα έλεγα. Δηλαδή δε θέλουμε να επαναλαμβάνουμε. Οι βάσεις και ο τρόπος δουλειάς ναι, θα είναι ίδιος. Το αποτέλεσμα όμως θέλουμε να είναι διαφορετικό. Όχι επί τούτου, αλλά όχι «πήγε καλά το πρώτο να κάνουμε τα ίδια». Και συνήθως έτσι κάνεις την αποτυχία. Όταν προσπαθείς να επαναλάβεις τον εαυτό σου.
Ν.Π.: Τώρα έχετε ξεκινήσει εδώ και πολλούς μήνες και δουλεύετε την Αλεξάνδρα;
Κ.Μ.: Υπήρχε προεργασία, γιατί έχει και μια ιδιαιτερότητα σαν έργο, αυτό που πάμε να κάνουμε στη Πειραματική του Εθνικού. Η συζήτηση με τον Πρόδρομο Τσινικόρη και τον Ανέστη τον Αζά, και τους ευχαριστούμε πάρα πολύ για αυτή την πρόσκληση, έχει ξεκινήσει από πολύ καιρό και μέχρι να καταλήξουμε ψάξαμε πάρα πολλά πράγματα. Τι θα πούμε με την παράσταση. Ψαχτήκαμε, πέσανε διάφορες σκέψεις, μήπως μιλήσουμε μέσα από ηρωίδες του θεάτρου και της λογοτεχνίας. Όταν έριξα στο τραπέζι να δούνε τα παιδιά την ταινία αυτή, είναι μια αυστραλέζικη παραγωγή του 2000 περίπου, «Alexandra’s project» λέγεται και μιλάει για την αόρατη βία, μας γοήτεψε πάρα πολύ αυτό το θέμα. Ένας σύζυγος, την ημέρα των γενεθλίων του συμπτωματικά ή επί τούτου, είναι επιλεγμένο από τη γυναίκα του, γυρνώντας στο σπίτι του, το βρίσκει άδειο, τη γυναίκα και τα παιδιά να λείπουνε και του έχουν αφήσει να δει ένα βίντεο, το οποίο ξεκινάει με τη γυναίκα και τα παιδιά: «Χρόνια Πολλά Μπαμπά να σε χαιρόμαστε» και μετά μένει η γυναίκα μόνη της και αρχίζει και του μιλάει για τη ζημιά που της έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο γάμο. Η γυναίκα αυτή δεν υποφέρει από κακοποίηση, δεν τη δέρνει, τα σημάδια δεν είναι εμφανή είναι η, ας την πούμε, ψυχολογική κακοποίηση που έχει υποστεί. Της έχει στερήσει τα πάντα, την προσωπικότητα, την χρησιμοποιεί όποτε του κυρίου του … έτσι χωρίς να ρωτάει γιατί. Δεν μπορείς να εξηγήσεις στη μάνα της, στο περιβάλλον της γιατί έφυγε απ’ το σπίτι της, τι θα πεις; Ότι μου είχε στερήσει την προσωπικότητα; Θα σου πουν, θα σε κοιτάζουν όλοι στραβά, είσαι σοβαρή τώρα δηλαδή, τι κάνει σε δέρνει; Σε κερατώνει; Τι σου κάνει; Γιατί αυτά βλέπουμε, αυτά είναι τα φανερά, τα άλλα καμιά φορά δεν μπορούμε να τα αφηγηθούμε, να τα περιγράψουμε, πόσο μάλλον να τα καταλάβουμε. Και θέλουμε να μιλήσουμε για αυτό.
Ν.Π.: Είσαι αισιόδοξος για το θέατρο, το ελληνικό θέατρο έτσι όπως διαμορφώνεται; Οι καινούριες ομάδες, το devised, το μη devised, όλο αυτό το κλίμα που διαμορφώνεται. Είναι αισιόδοξο; Είναι κάτι διαφορετικό; Είναι ένα μεταβατικό στάδιο για κάτι άλλο;
Κ.Μ.: Ναι. Θα κρατήσω μόνο ότι είναι διαφορετικό. Δεν ξέρω αν είναι αισιόδοξο. Δε ξέρω αν είναι απαισιόδοξο. Η αλήθεια είναι, ας μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλο μας. Εγώ άλλο θέατρο είχα μάθει, με ποια έννοια μιλάω ‘ άλλο θέατρο’, άλλη λειτουργία του ηθοποιού. Νομίζω ότι στην Ελλάδα συνέβη κάτι πάρα πολύ βίαιο, και γι’ αυτό και δεν υπάρχει καμιά συνέχεια. Λατρεύω και πραγματικά το βάζω σ’ όλες τις παραστάσεις μου. Σ’ όλες τις παραστάσεις υπάρχει μια τσάντα απ’ τη Schaubühne, υπάρχει δεν υπάρχει λόγος, πάντα μια τσάντα, η Νίνα, δηλαδή ας πούμε πέρσι στην παράσταση έμπαινε κρατώντας την τσάντα της Schaubühne.
Ν.Π.: Αυτό επειδή μας αρέσει η Schaubühne;
Κ.Μ.: Ναι λατρεύω τον Οστερμάγιερ. Τον λατρεύω. Λατρεύω βέβαια και θεωρώ, όσο μπορώ να το πω εγώ αυτό, δάσκαλο μου θεωρώ τον Πίτερ Μπρουκ, όλες τις δουλειές που έχω καταφέρει να ‘χω δει και ότι έχω καταφέρει να διαβάσω απ’ αυτόν. Τους λατρεύω και τους θαυμάζω γιατί βλέπω ηθοποιούς με μια συγκλονιστική τεχνική που μπορούνε σε κλάσματα δευτερολέπτου να κινηθούνε ανάμεσα στην αποστασιοποίηση στην αφηγηματικότητα και στο παίζω φουλ το ρόλο. Στην Ελλάδα όλο αυτό που επικρατεί, όλο αυτό που δεν χρειάζεται και καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια να πας λίγο πιο βαθιά, υποκριτικά να ψαχτείς λίγο περισσότερο, είναι, συγνώμη το λέω, είναι εύκολο. Γιατί παίρνουμε το αποτέλεσμα. Στην Ελλάδα αυτό κάναμε πάντα, αυτό που συνέβαινε έξω μετά από χρόνια δουλειάς και ψαξίματος για να φτάσουν σ’ ένα αποτέλεσμα, εμείς παίρναμε το αποτέλεσμα και το αναπαρήγαμε απλά. Δεν μπορώ να πάρω εγώ το αποτέλεσμα αυτού του ανθρώπου. Δεν μπορώ να πάρω… Εγώ σου λέω είχα την τύχη, την πραγματικά πολύ μεγάλη τύχη να δουλέψω δίπλα στον άνθρωπο αυτό τον μεγάλο ηθοποιό του Γκροτόφσκι που πάνω στο σώμα του και στο δικό του το σώμα καθιέρωσε τη μέθοδο του. Μιλάμε για πολύ αίμα και ιδρώτα για να φτάσουμε εκεί. Δεν μπορώ να πάω να πάρω εγώ, επειδή έκανα 15 μέρες ένα σεμινάριο μαζί του και μου έδειξε τη σωματική του ρουτίνα, και να πάρω και να τη βάζω σε οποιαδήποτε παράσταση είναι να κάνω. Δεν γίνεται
Ν.Π.: Θεωρείς ότι είναι ημιμάθεια;
Κ.Μ.: Ημιμάθεια. Δεν ήθελα να πω τη λέξη. Είναι ημιμάθεια. Από την άλλη πλευρά βλέπεις ότι είναι κάτι που αρχίζει και επικρατεί. Και λες, ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του. Αν δε σ’ αρέσει ρε φίλε μη πας να το δεις. Αν σ’ αρέσει και περνάς καλά και κάτι σου κάνει πήγαινε. Θέλω να πω ότι είναι και θέμα ότι αλλάζουν όλα γύρω μας, θ’ αλλάξει και το θέατρο και η αισθητική του και η διεργασία του και ο τρόπος που παίζουνε. Στην Ελλάδα έγινε κάτι βίαιο. Ξαφνικά από όλο αυτό το πράγμα, από την παράδοση και την συνέχεια του Εθνικού, όλης αυτής της Σχολής του Εθνικού, - κι εκεί υπήρξανε διαφορετικοί σκηνοθέτες με διαφορετικές απόψεις, του Κουν μιλάω τώρα - ξαφνικά σαν να κόπηκε αυτός ο ομφάλιος λώρος, ήρθε πολύ βίαια στην Ελλάδα μια αισθητική Κεντροευρωπαϊκού Θεάτρου και Νορβηγο – Σουηδικού. Ήρθε, επιβλήθηκε με ένα βίαιο τρόπο και σαν να χάθηκε λίγο η συνέχεια. Σαν να χάθηκε η συνέχεια. Γι’ αυτό σου λέω δεν ξέρω αν είναι θέμα αισιοδοξίας. Αν αυτό είναι να επικρατήσει θα ‘χει το λόγο του για να γίνει, οπότε και θα πρέπει, και καλά θα κάνουμε, να το δεχτούμε και να το αποδεχτούμε για να περνάμε κι εμείς καλά. Να πηγαίνουμε να βλέπουμε και καμιά παράσταση. Εγώ σου λέω όμως παρόλα αυτά εκείνο που μου λείπει. Σαν να γίνονται λίγο εύκολα τα πράγματα. Μια, μια ευκολία.. όμως αυτή η ευκολία φοβάμαι ότι είναι σε όλα τα επίπεδα πια της ζωής μας, έτσι και το θέατρο είναι κομμάτι της ζωής μας.
Ν.Π.: Θα ‘θελα, ολοκληρώνοντας να μου πεις μια μποέμ στιγμή;
Κ.Μ.: Αυτό που μου ‘ρχεται αυτή την στιγμή, είναι νομίζω, αυτό που κάνω αυτά τα 2 τελευταία χρόνια, αυτό που κάνω με τα παιδιά με την HashArt είναι μποέμ. Για μένα είναι μποέμ και ναι, είναι μποέμ στιγμή. Τώρα που το λες και το συνειδητοποιώ. Ναι, θα έπρεπε να ήμουν αλλού να χα αράξει και… αλλά είναι μποέμ.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
Denise Jannah Quartet @ Half Note Jazz Club - Review
Ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο jazz, soul, συναίσθημα, μελωδίες, ρυθμό, τεχνική, solos, groove και μικρές ιστορίες να συντροφεύουν τα κομμάτια....
Afrodyssey Orchestra - In The Land Of Aou Tila
Πέμπτη 26 Απριλίου 2018 @ Half Note Jazz ClubΠέμπτη 26 Απριλίου 2018 @ Half Note Jazz Club
Σχόλια χρηστών
Για να συμμετέχετε στην συζήτηση πρέπει να γίνετε μέλη. Λάβετε μέρος σε κάποια συζήτηση κάνοντας roll-over στο αρχικό σχόλιο και πατήστε το κουμπί "Απάντηση". Για να εισάγετε ένα νέο σχόλιο χρησιμοποιήστε την φόρμα στο τέλος της λίστας.